- ημιαναισθησία
- η1) мед. состояние лёгкого наркоза; 2) полубессознательное, полуобморочное состояние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιαναισθησία — η ιατρ. απώλεια τής αισθητικότητας τού ενός πλαγίου τού σώματος σε συνδυασμό συνήθως με διαταραχές τής κινητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianesthesia < hemi (πρβλ. ημι ) + anesthesia (πρβλ. αναισθησία). Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιαναίσθητος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία 2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος. επίρρ... ημιαναισθήτως και α με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.… … Dictionary of Greek